- πλαγιοφύλακας
- πλαγιοφύλαξguarding the flanksmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαγιοφύλακας — ο / πλαγιοφύλαξ, ακος, ΝΑ στρατιώτης που κατά τη διάρκεια μάχης φυλάσσει τα πλάγια τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φύλαξ /φύλακας] … Dictionary of Greek
πλαγιοφυλάσσω — και πλαγιοφυλάττω και πλαγιοφυλακώ, έω, Ν είμαι πλαγιοφύλακας, μετέχω στην πλαγιοφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλαγιοφυλάσσω < πλάγιος + φυλάσσω, ενώ ο τ. πλαγιοφυλακώ < πλαγιοφύλακας] … Dictionary of Greek
πλαγιοφυλακώ — και πλαγιοφυλάγω μτβ. και αμτβ., μετέχω στην πλαγιοφυλακή, είμαι πλαγιοφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)